-
1 ἑξά-μετρος
ἑξά-μετρος, aus sechs Maßen, Versfüßen bestehend, bes. aus sechs Daktylen, hexametrisch, ἔπη, Her. 7, 220; Plat. Legg. VII, 810 d; ἡ Πυϑίη ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει Her. 1, 47; οἱ τὰ ἑξάμετρα ποιοῠντες Arist. rhet. 3, 1; Paus. 10, 5, 7.
См. также в других словарях:
εξάμετρος — η, ο (AM ἑξάμετρος, ον) 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα 2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τό εξάμετρο στίχος που αποτελείται από … Dictionary of Greek